- γιγαρτώδης
- γιγαρτώδης, -ες (AM)1. όμοιος με τα κουκούτσια τού σταφυλιού2. με πολλά κουκούτσια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιγαρτῶδες — γιγαρτώδης like grape stones masc/fem voc sg γιγαρτώδης like grape stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγαρτικός — γιγαρτικός, ή, όν (Μ) ο γιγαρτώδης … Dictionary of Greek